τυκάνη — an instrument for threshing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυκάνην — τυκάνη an instrument for threshing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκάνη — (I) και δουκάνη, η και δοκάνι, το (Α τυκάνη και τυτάνη, Μ δουκάνη) αλωνιστική μηχανή που αποτελείται από μια σανίδα και πλάκα από πυριτόλιθους για να τρίβονται τα στάχυα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τυκάνη]. (II) και δοκάνα, η και δοκάνι, το (Α δοκάνη, η)… … Dictionary of Greek
τυκάνιον — τὸ, Α [τυκάνη] υποκορ. τ. τού τυκάνη … Dictionary of Greek
τρυγάνη — ἡ, Α όργανο κυλινδρικού σχήματος κατάλληλο για το αλώνισμα σιτηρών. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. τυκάνη*, κατ επίδραση τού ρ. τρυγῶ (Ι), αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ.] … Dictionary of Greek
τσουκάνι — και τσιουκάνι και τσοκάνι και τσόκανο, το, Ν 1. σφυρί 2. γλωσσίδι κουδούνας 3. κουδούνι που κρεμούν στον λαιμό τών βοσκημάτων 4. είδος αλωνιστικού οργάνου, δοκάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυκάνιον, υποκορ. τού τυκάνη* με μαλάκωμα του τ πριν από ι (πρβλ.… … Dictionary of Greek
τυτάνη — η, Α βλ. τυκάνη … Dictionary of Greek
(s)teu-1 — (s)teu 1 English meaning: to push, hit Deutsche Übersetzung: ‘stoßen, schlagen” under likewise Note: with conservative extensions Material: A. (s)teu k : Gk. τύκος “hammer, chisel; Streitaxt”, τυκίζω “bearbeite Steine”, τυκάνη … Proto-Indo-European etymological dictionary